Αυτές τις ώρες μπαίνουν οι τελευταίες πινελιές στο νέο μας μνημόνιο (δείτε εδώ & εδώ) και ο υπουργός μας εξέρχεται περιχαρής από το Μέγαρο Μαξίμου δηλώνοντας «είμαστε σε πάρα πολύ καλό δρόμο».
Θέλουμε να είμαστε από τους πρώτους που θα καλωσορίσουμε τις νέες επωδούς που θα ακούσουμε για «επώδυνα μα απαραίτητα μέτρα για τη σωτηρία» - ποιων άραγε; Έτσι, αφιερώνεται το παρακάτω κείμενο σε όλους όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι, για την εξαθλίωση και τη δουλεία που οδηγούμαστε όλο και πιο πολλοί, φταίει ο τεμπέλης και διεφθαρμένος δημόσιος υπάλληλος, ο αντιπαραγωγικός εργαζόμενος, η ανελαστική αγορά εργασίας, το υψηλό κόστος εργασίας, οι μετανάστες, ο δίπλα μας, οι άλλοι που καλά να πάθουν (βλ. και εδώ τι παθαίνουν αυτά τα καλά και συνετά παιδιά). Αφιερώνεται ακόμα και σε αυτούς που υποστήριζαν με αναίδεια ότι «το μνημόνιο μας ταΐζει».
«Τρία χρόνια τώρα δεν κάνω τίποτε άλλο από το να φοβάμαι.
Στην αρχή φοβόμουν μη φτάσει η θύελλα και στη χώρα μας και δε μιλούσα, μέχρι που κάποια νύχτα άκουσα το βουητό της.
Μετά, φοβόμουν μη μας κόψουν τα δώρα και δεν έβγαζα άχνα, μέχρι που ήρθαν τα Χριστούγεννα και τα δώρα κόπηκαν.
Φοβόμουν μη μου μειώσουν το μισθό και δεν έλεγα κουβέντα σε κανέναν, μέχρι που κάποια πρωτομηνιά βρήκα το μισθό κουτσουρεμένο.
Άρχισα να φοβάμαι για τη δόση του
στεγαστικού και σφράγιζα το στόμα μου, μέχρι που ήρθε η ειδοποίηση της
τράπεζας ότι χρωστάω τρεις δόσεις.
Είχα το φόβο πώς θα τα καταφέρω αν η
κόρη μου περνούσε στην επαρχία και κατάπινα την οργή μου αμάσητη μέχρι
που της είπα πως δεν θα μπορέσει να πάει στην επαρχία στη σχολή που
πέρασε.
Είχα το φόβο πού θα βρει δουλειά ο γιος
μου τελειώνοντας τις σπουδές και έτρεχα στα βουλευτικά γραφεία, μέχρι
που ένα μεσημέρι μου έδειξε την κάρτα ανεργίας.
Φοβόμουν μη χάσω τη δουλειά μου και ανεχόμουν πολλά, μέχρι που το αφεντικό μου έδωσε το χαρτί της απόλυσης.
Φοβόμουν για το μέλλον και είπα να βγω
αμίλητος στη σύνταξη αλλά για δύο χρόνια ζούσα με δανεικά γιατί σύνταξη
δεν έβλεπα και όταν τελικά την πήρα σκέφτηκα να τη χαρίσω στο Στουρνάρα
για να νιώσει και αυτός τη χαρά του να έχει κάποιος ένα μισθό ή μια
σύνταξη.
Φοβόμουν να μη χάσω το εφάπαξ και
απέφευγα να μιλάω για την πολιτική, μέχρι που έμαθα πως τελικά θα πάρω
το μισό μετά από, ποιος ξέρει, πόσα χρόνια.
Φοβόμουν μη φύγουμε από το ευρώ και
πέσουμε στη χρεοκοπία και χειροκροτούσα τους ευρωπαϊστές, μέχρι που
χρεοκόπησα μέσα στο ευρώ.